↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίγνωμος η δίγνωμη το δίγνωμο
      γενική του δίγνωμου της δίγνωμης του δίγνωμου
    αιτιατική τον δίγνωμο τη δίγνωμη το δίγνωμο
     κλητική δίγνωμε δίγνωμη δίγνωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίγνωμοι οι δίγνωμες τα δίγνωμα
      γενική των δίγνωμων των δίγνωμων των δίγνωμων
    αιτιατική τους δίγνωμους τις δίγνωμες τα δίγνωμα
     κλητική δίγνωμοι δίγνωμες δίγνωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίγνωμος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δίγνωμος[1] < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική γνώμη < γιγνώσκω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.ɣno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐γνω‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίγνωμος, -h, -o

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δύο, γνώμη και γνωρίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίγνωμος τὸ δίγνωμον
      γενική τοῦ/τῆς διγνώμου τοῦ διγνώμου
      δοτική τῷ/τῇ διγνώμ τῷ διγνώμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίγνωμον τὸ δίγνωμον
     κλητική ! δίγνωμε δίγνωμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίγνωμοι τὰ δίγνωμ
      γενική τῶν διγνώμων τῶν διγνώμων
      δοτική τοῖς/ταῖς διγνώμοις τοῖς διγνώμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διγνώμους τὰ δίγνωμ
     κλητική ! δίγνωμοι δίγνωμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διγνώμω τὼ διγνώμω
      γεν-δοτ τοῖν διγνώμοιν τοῖν διγνώμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίγνωμος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική γνώμ(η) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίγνωμος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γνώμη