δίβουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίβουλος | η | δίβουλη | το | δίβουλο |
γενική | του | δίβουλου | της | δίβουλης | του | δίβουλου |
αιτιατική | τον | δίβουλο | τη | δίβουλη | το | δίβουλο |
κλητική | δίβουλε | δίβουλη | δίβουλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίβουλοι | οι | δίβουλες | τα | δίβουλα |
γενική | των | δίβουλων | των | δίβουλων | των | δίβουλων |
αιτιατική | τους | δίβουλους | τις | δίβουλες | τα | δίβουλα |
κλητική | δίβουλοι | δίβουλες | δίβουλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίβουλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δίβουλος[1][2] < ( αρχαία ελληνική δίς) δί- + βουλ(ή) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαδίβουλος, -η, -ο
- που έχεις δυο βουλές (σκέψεις), δυο γνώμες, ο αμφιταλαντευόμενος
- ※ «Μιά στιγμή! Τί ἀνακατεύομαι ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν; Καί γιά ποιό λόγο νά φροντίσω γιά τά συμφέροντα αὐτοῦ τοῦ ἀντιπαθητικοῦ κηφήνα;»
Στάθηκε δίβουλος, ἀμήχανος.- Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος, 1956, [μυθιστόρημα]
- ※ «Μιά στιγμή! Τί ἀνακατεύομαι ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν; Καί γιά ποιό λόγο νά φροντίσω γιά τά συμφέροντα αὐτοῦ τοῦ ἀντιπαθητικοῦ κηφήνα;»
- (δημοτική) που λέει τ' αντίθετα απ' αυτά που σκέφτεται, δόλιος
- ※ Ω δίβουλε, ω τρίβουλε, ω ψεύδη της αγάπης,
Πού συ γεννήθης διά τ' εμέ και τώρα πώς εχάθης. (δημοτικό)- Arnold Passow, Popularia carmina graeciae recentioris, in aedibus B.G. Teubneri, 1860 σελ.588@books.google
- Ω δίβουλε, ω τρίβουλε, ω ψεύτη της αγάπης,
πού τρελαινώσουν γιατ' εμέ, και τώρα πώς εχάθης!- Τεφαρίκης, Κ. (επιμ.), Ανθολογίας Ασμάτων, Μέρος Α΄Λιανοτράγουδα. Αθήνησι:τύποις Νικολάου Ρουσοπούλου, 1871 σελ.194@books.google μεταγραφή σε μονοτονικό
- ※ Ω δίβουλε, ω τρίβουλε, ω ψεύδη της αγάπης,
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δύο και βουλή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δίβουλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδίβουλος
- δίβουλος, δίγνωμος, άστατος στη γνώμη
- που λέει αντίθετα απ' αυτά που σκέφτεται, δόλιος, απατεώνας
- ※ 17ος αιώνας - ⌘ Μάνθος Ιωάννου (1665-1748), Συμφορά και αιχμαλωσία Μωρέως, Κεφάλαιο Ι. [έμμετρο χρονικό]
- Φραντζέζος ἦτον τὸ σκυλί, καὶ δίβουλος στὴν γνῶσι,
Τ’ Ἀνάπλι τὸ περίφημο νὰ τὸ κατασκλαβώσῃ- σελ.19@anemi Συμφορά και αιχμαλωσία Μωρέως στιχολογηθείσα παρά Μάνθου Ιωάννου του εξ Ιωαννίνων με προσθήκην άλλων αξιολόγων υποθέσεων. Εν Καλάμαις: Τύποις Γ. Β. Αθ. Μιχαλακέα, 1883 (@anemi)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δίβουλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .