Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στραβοδίβουλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στραβοδίβουλ
ος
η
στραβοδίβουλ
η
το
στραβοδίβουλ
ο
γενική
του
στραβοδίβουλ
ου
της
στραβοδίβουλ
ης
του
στραβοδίβουλ
ου
αιτιατική
τον
στραβοδίβουλ
ο
τη
στραβοδίβουλ
η
το
στραβοδίβουλ
ο
κλητική
στραβοδίβουλ
ε
στραβοδίβουλ
η
στραβοδίβουλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στραβοδίβουλ
οι
οι
στραβοδίβουλ
ες
τα
στραβοδίβουλ
α
γενική
των
στραβοδίβουλ
ων
των
στραβοδίβουλ
ων
των
στραβοδίβουλ
ων
αιτιατική
τους
στραβοδίβουλ
ους
τις
στραβοδίβουλ
ες
τα
στραβοδίβουλ
α
κλητική
στραβοδίβουλ
οι
στραβοδίβουλ
ες
στραβοδίβουλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στραβοδίβουλος
<
στραβ(ός)
+
-ο-
+
δίβουλος
Επίθετο
επεξεργασία
στραβοδίβουλος, -η, -ο
(
σπάνιο
)
ιδιότροπος
,
δύστροπος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
στραβός
,
δίβουλος
,
δύο
και
βουλή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στραβοδίβουλος
→
δείτε
τις λέξεις
ιδιότροπος
και
δύστροπος