Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διβουλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διβουλί
α
οι
διβουλί
ες
γενική
της
διβουλί
ας
των
διβουλι
ών
αιτιατική
τη
διβουλί
α
τις
διβουλί
ες
κλητική
διβουλί
α
διβουλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διβουλία
<
δίβουλος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διβουλία
θηλυκό
το να είναι κάποιος
δίβουλος
, η
ιδιότητα
του
δίβουλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διβουλία