διγνωμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διγνωμία < δίγνωμ(ος) + -ία [1] < Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική διγνωμία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ɣnoˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐γνω‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιγνωμία θηλυκό
- το να είναι κάποιος δίγνωμος, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του δίγνωμου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διγνωμία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διγνωμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιγνωμία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διγνωμία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].