Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατμοσφαιρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατμοσφαιρικ
ός
η
ατμοσφαιρικ
ή
το
ατμοσφαιρικ
ό
γενική
του
ατμοσφαιρικ
ού
της
ατμοσφαιρικ
ής
του
ατμοσφαιρικ
ού
αιτιατική
τον
ατμοσφαιρικ
ό
την
ατμοσφαιρικ
ή
το
ατμοσφαιρικ
ό
κλητική
ατμοσφαιρικ
έ
ατμοσφαιρικ
ή
ατμοσφαιρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατμοσφαιρικ
οί
οι
ατμοσφαιρικ
ές
τα
ατμοσφαιρικ
ά
γενική
των
ατμοσφαιρικ
ών
των
ατμοσφαιρικ
ών
των
ατμοσφαιρικ
ών
αιτιατική
τους
ατμοσφαιρικ
ούς
τις
ατμοσφαιρικ
ές
τα
ατμοσφαιρικ
ά
κλητική
ατμοσφαιρικ
οί
ατμοσφαιρικ
ές
ατμοσφαιρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατμοσφαιρικός
<
ατμόσφαιρα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ατμοσφαιρικός, -ή, -ό
που αφορά την
ατμόσφαιρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατμοσφαιρικός
αγγλικά
:
atmospheric
(en)
γαλλικά
:
atmosphérique
(fr)