vaporo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vaporo | vaporoj |
αιτιατική | vaporon | vaporojn |
vaporo (eo)
- ο ατμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vaporo | vaporoj |
αιτιατική | vaporon | vaporojn |
vaporo (eo)