Ετυμολογία

επεξεργασία
vapormovita < vapor(o) + movita

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική vapormovita vapormovitaj
αιτιατική vapormovitan vapormovitajn

vapormovita (eo)

  • που κινείται χάρη στον ατμό
vapormovita maŝino, μηχανή που κινείται χάρη στον ατμό