vapore
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vapore < λατινική vapor (καπνός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwep (βρασμός, καπνός, κάπνισμα)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: βαπόρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvapore αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- vapore - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).