ατμολέβητας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.tmoˈle.vi.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμο‐λέ‐βη‐τας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατμολέβητας αρσενικό
- λέβητας που λειτουργεί με την δύναμη του ατμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατμολέβητας