Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατμομάγειρας οι ατμομάγειρες
      γενική του ατμομάγειρα των ατμομαγείρων
    αιτιατική τον ατμομάγειρα τους ατμομάγειρες
     κλητική ατμομάγειρα ατμομάγειρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ηλεκρτικοί ατμομάγειρες.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμομάγειρας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική steam cooker. Μορφολογικά αναλύεται σε ατμο- + μάγειρας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.tmoˈma.ʝi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τμο‐μά‐γει‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατμομάγειρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία