cuiseur vapeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɥi.zœʁ va.pœʁ/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
cuiseur vapeur (fr) αρσενικό (πληθυντικός: cuiseurs vapeur)
- (κουζινικά) συνώνυμο του cuit-vapeur