ατμοηλεκτρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατμοηλεκτρικός < ατμο- + ηλεκτρικός
Επίθετο
επεξεργασίαατμοηλεκτρικός, -ή, -ό
- που παράγει ηλεκτρισμό με τη συνδρομή του ατμού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ατμός, ηλεκτρικός και ηλεκτρισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατμοηλεκτρικός