Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμάμαξα οι ατμάμαξες
      γενική της ατμάμαξας των ατμαμαξών
    αιτιατική την ατμάμαξα τις ατμάμαξες
     κλητική ατμάμαξα ατμάμαξες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμάμαξα < ατμός + άμαξα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατμάμαξα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία