τραίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τραίνο | τα | τραίνα |
γενική | του | τραίνου | των | τραίνων |
αιτιατική | το | τραίνο | τα | τραίνα |
κλητική | τραίνο | τραίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραίνο ουδέτερο