Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τραίνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τραίν
ο
τα
τραίν
α
γενική
του
τραίν
ου
των
τραίν
ων
αιτιατική
το
τραίν
ο
τα
τραίν
α
κλητική
τραίν
ο
τραίν
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τραίνο
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
άλλη γραφή του
τρένο