Ετυμολογία

επεξεργασία
προθερμαίνω < (ελληνιστική κοινήπροθερμαίνω < προ + θερμαίνω < θερμός ((σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) warm up· ή (γερμανικά) anwärmen)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.θeɾˈme.no/

προθερμαίνω

  1. θερμαίνω κάτι (νερό, φούρνο) πριν το χρησιμοποιήσω
  2. (ειδικότερα) (παθητική φωνή) γυμνάζομαι αμέσως πριν έναν αθλητικό αγώνα για την προετοιμασία του οργανισμού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία