προθερμαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προθερμαίνω < (ελληνιστική κοινή) προθερμαίνω < προ + θερμαίνω < θερμός ((σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) warm up· ή (γερμανικά) anwärmen)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.θeɾˈme.no/
Ρήμα
επεξεργασίαπροθερμαίνω
- θερμαίνω κάτι (νερό, φούρνο) πριν το χρησιμοποιήσω
- (ειδικότερα) (παθητική φωνή) γυμνάζομαι αμέσως πριν έναν αθλητικό αγώνα για την προετοιμασία του οργανισμού
Συγγενικά
επεξεργασία- προθέρμανση
- προθερμαντήρας
- → δείτε τη λέξη θερμός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προθερμαίνω | προθέρμαινα | θα προθερμαίνω | να προθερμαίνω | προθερμαίνοντας | |
β' ενικ. | προθερμαίνεις | προθέρμαινες | θα προθερμαίνεις | να προθερμαίνεις | προθέρμαινε | |
γ' ενικ. | προθερμαίνει | προθέρμαινε | θα προθερμαίνει | να προθερμαίνει | ||
α' πληθ. | προθερμαίνουμε | προθερμαίναμε | θα προθερμαίνουμε | να προθερμαίνουμε | ||
β' πληθ. | προθερμαίνετε | προθερμαίνατε | θα προθερμαίνετε | να προθερμαίνετε | προθερμαίνετε | |
γ' πληθ. | προθερμαίνουν(ε) | προθέρμαιναν προθερμαίναν(ε) |
θα προθερμαίνουν(ε) | να προθερμαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προθέρμανα | θα προθερμάνω | να προθερμάνω | προθερμάνει | ||
β' ενικ. | προθέρμανες | θα προθερμάνεις | να προθερμάνεις | προθέρμανε | ||
γ' ενικ. | προθέρμανε | θα προθερμάνει | να προθερμάνει | |||
α' πληθ. | προθερμάναμε | θα προθερμάνουμε | να προθερμάνουμε | |||
β' πληθ. | προθερμάνατε | θα προθερμάνετε | να προθερμάνετε | προθερμάντε | ||
γ' πληθ. | προθέρμαναν προθερμάναν(ε) |
θα προθερμάνουν(ε) | να προθερμάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προθερμάνει | είχα προθερμάνει | θα έχω προθερμάνει | να έχω προθερμάνει | ||
β' ενικ. | έχεις προθερμάνει | είχες προθερμάνει | θα έχεις προθερμάνει | να έχεις προθερμάνει | έχε προθερμασμένο | |
γ' ενικ. | έχει προθερμάνει | είχε προθερμάνει | θα έχει προθερμάνει | να έχει προθερμάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε προθερμάνει | είχαμε προθερμάνει | θα έχουμε προθερμάνει | να έχουμε προθερμάνει | ||
β' πληθ. | έχετε προθερμάνει | είχατε προθερμάνει | θα έχετε προθερμάνει | να έχετε προθερμάνει | έχετε προθερμασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν προθερμάνει | είχαν προθερμάνει | θα έχουν προθερμάνει | να έχουν προθερμάνει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προθερμασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προθερμασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προθερμασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προθερμασμένο |