warm up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | warm up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warms up |
αόριστος | warmed up |
παθητική μετοχή | warmed up |
ενεργητική μετοχή | warming up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwarm up (en)
- ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, προετοιμάζομαι για σωματική άσκηση ή για εκτέλεση κάνοντας ελαφρές ασκήσεις
- ⮡ The athletes are doing exercises now to warm up.
- Οι αθλητές κάνουν ασκήσεις τώρα για να ζεσταθούν.
- ⮡ The soccer player/athlete started warming up.
- Ο ποδοσφαιριστής/ο αθλητής άρχισε να προθερμαίνεται.
- ⮡ The athletes are doing exercises now to warm up.
- ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, για ένα μηχάνημα, μια μηχανή κτλ. που λειτουργεί για μικρό χρονικό διάστημα για να φτάσει τη θερμοκρασία στην οποία θα λειτουργήσει καλά
- ⮡ Let the engine warm up a little.
- Άσε τη μηχανή να ζεσταθεί λίγο.
- ⮡ The car’s engine needs to be warmed up in the winter before starting.
- Η μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα.
- ⮡ Let the engine warm up a little.
- ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ζωηρός ή ενθουσιώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ζωηρό ή ενθουσιώδη
- ⮡ He warmed up as he went on with his speech.
- Ζεστάθηκε καθώς προχωρούσε στην ομιλία του.
- ⮡ He warmed up as he went on with his speech.
- ζεσταίνω ξανά φαγητό που έχει ψηθεί
- ⮡ We warmed up the meat for dinner.
- Ζεστάναμε το κρύο κρέας για βραδινό.
- ⮡ We warmed up the meat for dinner.