ενεστώτας warm up
γ΄ ενικό ενεστώτα warms up
αόριστος warmed up
παθητική μετοχή warmed up
ενεργητική μετοχή warming up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
warm up < → δείτε τις λέξεις warm και up

warm up (en)

  1. ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, προετοιμάζομαι για σωματική άσκηση ή για εκτέλεση κάνοντας ελαφρές ασκήσεις
    ⮡  The athletes are doing exercises now to warm up.
    Οι αθλητές κάνουν ασκήσεις τώρα για να ζεσταθούν.
    ⮡  The soccer player/athlete started warming up.
    Ο ποδοσφαιριστής/ο αθλητής άρχισε να προθερμαίνεται.
  2. ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, για ένα μηχάνημα, μια μηχανή κτλ. που λειτουργεί για μικρό χρονικό διάστημα για να φτάσει τη θερμοκρασία στην οποία θα λειτουργήσει καλά
    ⮡  Let the engine warm up a little.
    Άσε τη μηχανή να ζεσταθεί λίγο.
    ⮡  The car’s engine needs to be warmed up in the winter before starting.
    Η μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα.
  3. ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ζωηρός ή ενθουσιώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ζωηρό ή ενθουσιώδη
    ⮡  He warmed up as he went on with his speech.
    Ζεστάθηκε καθώς προχωρούσε στην ομιλία του.
  4. ζεσταίνω ξανά φαγητό που έχει ψηθεί
    ⮡  We warmed up the meat for dinner.
    Ζεστάναμε το κρύο κρέας για βραδινό.