Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός warm
συγκριτικός warmer
υπερθετικός warmest

warm (en)

  • ζεστός, ζεσταίνομαι
    Come close to the fire to get warm.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    The weather started getting warmer.
    Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας warm
γ΄ ενικό ενεστώτα warms
αόριστος warmed
παθητική μετοχή warmed
ενεργητική μετοχή warming

warm (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
    I’m warming my hands at the fire.
    Ζεσταίνω τα χέρια μου στη φωτιά.
    He blew on his fingers to warm them.
    Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα ζεστάνει.
    Come and warm yourself by the fire.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    I warmed up in the sun.
    Ζεστάθηκα στον ήλιο.

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

warm (de)

Παράγωγα επεξεργασία