Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός warm
συγκριτικός warmer
υπερθετικός warmest

warm (en)

  1. ζεστός, ζεσταίνομαι, σε αρκετά υψηλή θερμοκρασία με τρόπο που είναι ευχάριστο, παρά να είναι πολύ ζεστό ή κρύο
    ⮡  He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
    Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
    ⮡  Come close to the fire to get warm.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    ⮡  The weather started getting warmer.
    Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
  2. ζεστός, που με ζεσταίνει στον κρύο καιρό
    ⮡  warm clothes/shoes - ζεστά ρούχα/παπούτσια
  3. θερμός, ζεστός, που δείχνει ενθουσιασμό, φιλία ή αγάπη
    ⮡  The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
    Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
    ⮡  Give him my warmest thanks.
    Διαβίβασέ του τις θερμότητες ευχαριστίες μου.
    ⮡  a warm and friendly environment - ζεστό και φιλικό περιβάλλον
ενεστώτας warm
γ΄ ενικό ενεστώτα warms
αόριστος warmed
παθητική μετοχή warmed
ενεργητική μετοχή warming

warm (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
    ⮡  I’m warming my hands at the fire.
    Ζεσταίνω τα χέρια μου στη φωτιά.
    ⮡  He blew on his fingers to warm them.
    Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα ζεστάνει.
    ⮡  Come and warm yourself by the fire.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    ⮡  I warmed up in the sun.
    Ζεστάθηκα στον ήλιο.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

warm (de)

Παράγωγα

επεξεργασία