warm
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | warm |
συγκριτικός | warmer |
υπερθετικός | warmest |
warm (en)
- ζεστός, ζεσταίνομαι, σε αρκετά υψηλή θερμοκρασία με τρόπο που είναι ευχάριστο, παρά να είναι πολύ ζεστό ή κρύο
- ⮡ He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
- Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
- ⮡ Come close to the fire to get warm.
- Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
- ⮡ The weather started getting warmer.
- Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
- ⮡ He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
- ζεστός, που με ζεσταίνει στον κρύο καιρό
- ⮡ warm clothes/shoes - ζεστά ρούχα/παπούτσια
- θερμός, ζεστός, που δείχνει ενθουσιασμό, φιλία ή αγάπη
- ⮡ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
- Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
- ⮡ Give him my warmest thanks.
- Διαβίβασέ του τις θερμότητες ευχαριστίες μου.
- ⮡ a warm and friendly environment - ζεστό και φιλικό περιβάλλον
- ⮡ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | warm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warms |
αόριστος | warmed |
παθητική μετοχή | warmed |
ενεργητική μετοχή | warming |
warm (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
- ⮡ I’m warming my hands at the fire.
- Ζεσταίνω τα χέρια μου στη φωτιά.
- ⮡ He blew on his fingers to warm them.
- Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα ζεστάνει.
- ⮡ Come and warm yourself by the fire.
- Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
- ⮡ I warmed up in the sun.
- Ζεστάθηκα στον ήλιο.
- ⮡ I’m warming my hands at the fire.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwarm (de)
Παράγωγα
επεξεργασία- συγκριτικός βαθμός: wärmer