warm
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | warm |
συγκριτικός | warmer |
υπερθετικός | warmest |
warm (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | warm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warms |
αόριστος | warmed |
παθητική μετοχή | warmed |
ενεργητική μετοχή | warming |
warm (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
warm (de)
Επεξεργασία
- συγκριτικός βαθμός: wärmer