ενεστώτας warm to
γ΄ ενικό ενεστώτα warms to
αόριστος warmed to
παθητική μετοχή warmed to
ενεργητική μετοχή warming to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
warm to < → δείτε τις λέξεις warm και to

warm to (en)

  • ζεσταίνομαι σε, ενδιαφέρομαι περισσότερο για κάτι ή με ενθουσιάζει περισσότερο
    ⮡  Gradually he began to warm to his work.
    Σιγά-σιγά άρχισε να ζεσταίνεται στη δουλειά του.

Άλλες μορφές

επεξεργασία