προθέρμανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προθέρμανση | οι | προθερμάνσεις |
γενική | της | προθέρμανσης* | των | προθερμάνσεων |
αιτιατική | την | προθέρμανση | τις | προθερμάνσεις |
κλητική | προθέρμανση | προθερμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προθερμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προθέρμανση < προ- + θέρμανση, ((διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προθέρμανσις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροθέρμανση θηλυκό
- (για συσκευή ή μηχάνημα) η εκ των προτέρων θέρμανση για επίτευξη καλύτερης λειτουργίας
- (για αθλητές, χορευτές) εκτέλεση ασκήσεων γυμναστικής πριν την εντατική προπόνηση για προετοιμασία του σώματος και αποφυγή τραυματισμών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προθέρμανση
|
Πηγές
επεξεργασία- προθέρμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προθέρμανση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)