Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
échauffement échauffements

échauffement (fr) αρσενικό

  1. η προθέρμανση
  2. (αθλητισμός) το ζέσταμα