échauffement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
échauffement | échauffements |
échauffement (fr) αρσενικό
- η προθέρμανση
- (αθλητισμός) το ζέσταμα
ενικός | πληθυντικός |
échauffement | échauffements |
échauffement (fr) αρσενικό