ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προθέρμανσῐς αἱ προθερμάνσεις
      γενική τῆς προθερμάνσεως τῶν προθερμάνσεων
      δοτική τῇ προθερμάνσει ταῖς προθερμάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προθέρμανσῐν τὰς προθερμάνσεις
     κλητική ! προθέρμανσῐ προθερμάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προθερμάνσει
γεν-δοτ τοῖν  προθερμανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προθέρμανσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προθέρμανσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)