προθερμαντήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προθερμαντήρας < προ- + θερμαντήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réchauffeur[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροθερμαντήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) συσκευή προθέρμανσης του νερού ή άλλου υγρού, πριν το χρησιμοποιήσουμε
Μεταφράσεις
επεξεργασία προθερμαντήρας
|
- ↑ προθερμαντήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)