Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμαντήρας οι θερμαντήρες
      γενική του θερμαντήρα των θερμαντήρων
    αιτιατική τον θερμαντήρα τους θερμαντήρες
     κλητική θερμαντήρα θερμαντήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμαντήρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θερμαντήρ από την αιτιατική «τὸν θερμανῆρα»[1] < αρχαία ελληνική θερμαντός < θερμαίνω < θερμός (< θέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰer-mo-[2] < *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.manˈdi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μα‐ντή‐ρας
παλιότερος συλλαβισμός: θερ‐μαν‐τή‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμαντήρας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. θερμαντήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.