παραθερμαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραθερμαίνω
- θερμαίνω πάρα πολύ, ίσως περισσότερο απ’ όσο πρέπει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραθερμαίνω | παραθέρμαινα | θα παραθερμαίνω | να παραθερμαίνω | παραθερμαίνοντας | |
β' ενικ. | παραθερμαίνεις | παραθέρμαινες | θα παραθερμαίνεις | να παραθερμαίνεις | παραθέρμαινε | |
γ' ενικ. | παραθερμαίνει | παραθέρμαινε | θα παραθερμαίνει | να παραθερμαίνει | ||
α' πληθ. | παραθερμαίνουμε | παραθερμαίναμε | θα παραθερμαίνουμε | να παραθερμαίνουμε | ||
β' πληθ. | παραθερμαίνετε | παραθερμαίνατε | θα παραθερμαίνετε | να παραθερμαίνετε | παραθερμαίνετε | |
γ' πληθ. | παραθερμαίνουν(ε) | παραθέρμαιναν παραθερμαίναν(ε) |
θα παραθερμαίνουν(ε) | να παραθερμαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραθέρμανα | θα παραθερμάνω | να παραθερμάνω | παραθερμάνει | ||
β' ενικ. | παραθέρμανες | θα παραθερμάνεις | να παραθερμάνεις | παραθέρμανε | ||
γ' ενικ. | παραθέρμανε | θα παραθερμάνει | να παραθερμάνει | |||
α' πληθ. | παραθερμάναμε | θα παραθερμάνουμε | να παραθερμάνουμε | |||
β' πληθ. | παραθερμάνατε | θα παραθερμάνετε | να παραθερμάνετε | παραθερμάνετε | ||
γ' πληθ. | παραθέρμαναν παραθερμάναν(ε) |
θα παραθερμάνουν(ε) | να παραθερμάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραθερμάνει | είχα παραθερμάνει | θα έχω παραθερμάνει | να έχω παραθερμάνει | ||
β' ενικ. | έχεις παραθερμάνει | είχες παραθερμάνει | θα έχεις παραθερμάνει | να έχεις παραθερμάνει | ||
γ' ενικ. | έχει παραθερμάνει | είχε παραθερμάνει | θα έχει παραθερμάνει | να έχει παραθερμάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραθερμάνει | είχαμε παραθερμάνει | θα έχουμε παραθερμάνει | να έχουμε παραθερμάνει | ||
β' πληθ. | έχετε παραθερμάνει | είχατε παραθερμάνει | θα έχετε παραθερμάνει | να έχετε παραθερμάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραθερμάνει | είχαν παραθερμάνει | θα έχουν παραθερμάνει | να έχουν παραθερμάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραθερμαίνω
|