παραζεσταίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραζεσταίνω
- ζεσταίνω υπερβολικά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραζεσταίνω | παραζέσταινα | θα παραζεσταίνω | να παραζεσταίνω | παραζεσταίνοντας | |
β' ενικ. | παραζεσταίνεις | παραζέσταινες | θα παραζεσταίνεις | να παραζεσταίνεις | παραζέσταινε | |
γ' ενικ. | παραζεσταίνει | παραζέσταινε | θα παραζεσταίνει | να παραζεσταίνει | ||
α' πληθ. | παραζεσταίνουμε | παραζεσταίναμε | θα παραζεσταίνουμε | να παραζεσταίνουμε | ||
β' πληθ. | παραζεσταίνετε | παραζεσταίνατε | θα παραζεσταίνετε | να παραζεσταίνετε | παραζεσταίνετε | |
γ' πληθ. | παραζεσταίνουν(ε) | παραζέσταιναν παραζεσταίναν(ε) |
θα παραζεσταίνουν(ε) | να παραζεσταίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραζέστανα | θα παραζεστάνω | να παραζεστάνω | παραζεστάνει | ||
β' ενικ. | παραζέστανες | θα παραζεστάνεις | να παραζεστάνεις | παραζέστανε | ||
γ' ενικ. | παραζέστανε | θα παραζεστάνει | να παραζεστάνει | |||
α' πληθ. | παραζεστάναμε | θα παραζεστάνουμε | να παραζεστάνουμε | |||
β' πληθ. | παραζεστάνατε | θα παραζεστάνετε | να παραζεστάνετε | παραζεστάνετε | ||
γ' πληθ. | παραζέσταναν παραζεστάναν(ε) |
θα παραζεστάνουν(ε) | να παραζεστάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραζεστάνει | είχα παραζεστάνει | θα έχω παραζεστάνει | να έχω παραζεστάνει | ||
β' ενικ. | έχεις παραζεστάνει | είχες παραζεστάνει | θα έχεις παραζεστάνει | να έχεις παραζεστάνει | ||
γ' ενικ. | έχει παραζεστάνει | είχε παραζεστάνει | θα έχει παραζεστάνει | να έχει παραζεστάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραζεστάνει | είχαμε παραζεστάνει | θα έχουμε παραζεστάνει | να έχουμε παραζεστάνει | ||
β' πληθ. | έχετε παραζεστάνει | είχατε παραζεστάνει | θα έχετε παραζεστάνει | να έχετε παραζεστάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραζεστάνει | είχαν παραζεστάνει | θα έχουν παραζεστάνει | να έχουν παραζεστάνει |
|