ενεστώτας overheat
γ΄ ενικό ενεστώτα overheats
αόριστος overheated
παθητική μετοχή overheated
ενεργητική μετοχή overheating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overheat < over- + heat

overheat (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραζεσταίνω, υπερθερμαίνω, ζεσταίνω πολύ
    I put on a lot of clothes and got overheated.
    Έβαλα πολλά ρούχα και παραζεστάθηκα.
    You overheated the water/the food.
    Το παραζέστανες το νερό/το φαΐ.
    All the so-called “greenhouse gases” have overheated the earth, mostly in the past 50 years.
    Όλα τα ονομαζόμενα "αέρια του θερμοκηπίου" έχουν υπερθερμάνει τη γη, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια.
    The engine has overheated.
    Η μηχανή έχει ζεσταθεί πολύ.
  2. (οικονομία) υπερθερμαίνω, προκαλώ υπέρμετρη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας
    The government overheated the stock market with the prime minster’s statements.
    Η κυβέρνηση υπερθέρμανε το χρηματιστήριο με δηλώσεις του πρωθυπουργού.