overheat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | overheat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overheats |
αόριστος | overheated |
παθητική μετοχή | overheated |
ενεργητική μετοχή | overheating |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαoverheat (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραζεσταίνω, υπερθερμαίνω, ζεσταίνω πολύ
- ⮡ I put on a lot of clothes and got overheated.
- Έβαλα πολλά ρούχα και παραζεστάθηκα.
- ⮡ You overheated the water/the food.
- Το παραζέστανες το νερό/το φαΐ.
- ⮡ All the so-called “greenhouse gases” have overheated the earth, mostly in the past 50 years.
- Όλα τα ονομαζόμενα "αέρια του θερμοκηπίου" έχουν υπερθερμάνει τη γη, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια.
- ⮡ The engine has overheated.
- Η μηχανή έχει ζεσταθεί πολύ.
- ⮡ I put on a lot of clothes and got overheated.
- (οικονομία) υπερθερμαίνω, προκαλώ υπέρμετρη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας
- ⮡ The government overheated the stock market with the prime minster’s statements.
- Η κυβέρνηση υπερθέρμανε το χρηματιστήριο με δηλώσεις του πρωθυπουργού.
- ⮡ The government overheated the stock market with the prime minster’s statements.