Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερθερμαίνω < ὑπερθερμαίνω (καθαρεύουσα) < ὑπέρ + θερμαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

υπερθερμαίνω

  • θερμαίνω κάτι σε υψηλούς βαθμούς, σε θερμοκρασία υψηλότερη από όσο πρέπει

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία