Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερθέρμανση οι υπερθερμάνσεις
      γενική της υπερθέρμανσης* των υπερθερμάνσεων
    αιτιατική την υπερθέρμανση τις υπερθερμάνσεις
     κλητική υπερθέρμανση υπερθερμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερθερμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερθέρμανση < υπερθερμαίνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overheating)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερθέρμανση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία