υπέρθερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπέρθερμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπέρθερμος < αρχαία ελληνική ὑπέρ + αρχαία ελληνική θερμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpeɾ.θeɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πέρ‐θερ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαυπέρθερμος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) πάρα πολύ θερμός
- (ιατρική) που πάσχει από υπερθερμία
Συγγενικά
επεξεργασία- υπερθερμαίνω
- υπερθέρμανση
- υπερθερμία
- υπερθερμικός
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και θερμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπέρθερμος
|