↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερθερμικός η υπερθερμική το υπερθερμικό
      γενική του υπερθερμικού της υπερθερμικής του υπερθερμικού
    αιτιατική τον υπερθερμικό την υπερθερμική το υπερθερμικό
     κλητική υπερθερμικέ υπερθερμική υπερθερμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερθερμικοί οι υπερθερμικές τα υπερθερμικά
      γενική των υπερθερμικών των υπερθερμικών των υπερθερμικών
    αιτιατική τους υπερθερμικούς τις υπερθερμικές τα υπερθερμικά
     κλητική υπερθερμικοί υπερθερμικές υπερθερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: hyperthermic < ελληνιστική κοινή ὑπέρθερμος

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερθερμικός

  1. που έχει σχέση με την εφαρμογή υψηλών θερμοκρασιών για θεραπευτικούς σκοπούς ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. άλλη μορφή του υπέρθερμος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία