ενικός         πληθυντικός  
heatwave heatwaves

  Ετυμολογία

επεξεργασία
heatwave < heat + wave

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

heatwave (en)

  • ο καύσωνας, περίοδος υπερβολικής ζέστης
    ⮡  When will the heatwave end?
    Πότε θα τελειώσει ο καύσωνας;
    ⮡  A heatwave has set in.
    Κύμα καύσωνα έχει ενσκήψει.