heat up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | heat up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heats up |
αόριστος | heated up |
παθητική μετοχή | heated up |
ενεργητική μετοχή | heating up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαheat up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, θερμαίνω
- ⮡ I’m heating up the milk.
- Ζεσταίνω το γάλα.
- ⮡ I’ll heat up water for tea.
- Θα ζεστάνω νερό για τσάι.
- ⮡ The weather has started heating up.
- Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
- ⮡ Metals expand when they heat up.
- Τα μέταλλα διαστέλλονται όταν θερμανθούν.
- ⮡ I’m heating up the milk.
- ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ενθουσιώδης ή για να δείξω αύξηση της δραστηριότητας
- ⮡ Just as the atmosphere at the party started to heat up…
- Μόλις άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα στο πάρτι…
- ⮡ Just as the atmosphere at the party started to heat up…