ενεστώτας heat up
γ΄ ενικό ενεστώτα heats up
αόριστος heated up
παθητική μετοχή heated up
ενεργητική μετοχή heating up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
heat up < → δείτε τις λέξεις heat και up

heat up (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, θερμαίνω
    ⮡  I’m heating up the milk.
    Ζεσταίνω το γάλα.
    ⮡  I’ll heat up water for tea.
    Θα ζεστάνω νερό για τσάι.
    ⮡  The weather has started heating up.
    Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
    ⮡  Metals expand when they heat up.
    Τα μέταλλα διαστέλλονται όταν θερμανθούν.
  2. ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ενθουσιώδης ή για να δείξω αύξηση της δραστηριότητας
    ⮡  Just as the atmosphere at the party started to heat up
    Μόλις άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα στο πάρτι…