ἦμαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἦμαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἦμαρ ουδέτερο, τοῦ ἤματος και ἆμαρ ἄματος
- ... αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. Οδύσσεια, ραψωδία Α, στίχος 9.
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἐπ' ἤματι: για μια μέρα ή, αλλού, καθημερινά
- ἐπ' ἦμαρ: στη διάρκεια της ημέρας, εν καιρώ ημέρας
- κατ' ἦμαρ: κάθε μέρα, καθημερινά αλλά και σήμερα
- παρ' ἦμαρ: μέρα παρά μέρα
- τὸ κατ᾽ ἆμαρ: ο επιούσιος
- ἰν ἄματα πάντα: στο διηνεκές
- ἒσσεται ἦμαρ: θα έλθει η μέρα αυτουνού
- μέσον ήμαρ: μεσημέρι
- δείελον ήμαρ: απόγευμα, δειλινό
- νηλεὲς ἦμαρ
Σημειώσεις
επεξεργασία- στον Όμηρ., με επίρρ., λέγεται για να περιγράψει μια κατάσταση ή διάφορες συνθήκες • αίσιμον, ολέθριον, μόρσιμον, νηλεές ήμαρ, ημέρα της μοίρας, του θανάτου, σε Όμηρ. Ιλ.• ελεύθερον, δούλιον, αναγκαίον ήμαρ, η ημέρα της ελευθερίας, της δουλείας, στο ίδ.• νόστιμον ήμαρ, κ.λ.π.
- χρησιμοποιείται για τις εποχές του έτους, ήματ' οπωρινώ, ήματι χειμερίω, σε Όμηρ. Ιλ.
Συγγενικά
επεξεργασία- ἠμάτιος, ἠματία : ημερήσιος