νηλεές ἦμαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίανηλεὲς ἦμαρ
- (μεταφορικά) η ημέρα του θανάτου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 588 (588-590)
- στῆτ᾽ ἐλελιχθέντες καὶ ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ | Αἴανθ᾽, ὃς βελέεσσι βιάζεται, οὐδέ ἕ φημι | φεύξεσθ᾽ ἐκ πολέμοιο δυσηχέος·
- σταθείτε τον Αίαντα να σώσετε απ᾽ την σκληρήν ημέραν, | από τα βέλη πνίγεται και απ᾽ την καταραμένην | μάχην δεν θα ᾽βγει ζωντανός,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- στῆτ᾽ ἐλελιχθέντες καὶ ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ | Αἴανθ᾽, ὃς βελέεσσι βιάζεται, οὐδέ ἕ φημι | φεύξεσθ᾽ ἐκ πολέμοιο δυσηχέος·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 525 (523-525)
- ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα, | ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, | ἄστεϊ καὶ τεκέεσσιν ἀμύνων νηλεὲς ἦμαρ·
- Πώς μια γυναίκα μοιρολογεί τον άντρα της πεσμένη πάνω του, | που εκεί, μπροστά στην πόλη του και στον λαό του, πέφτει | για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα του, να τα γλιτώσει από τη μαύρη μέρα·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα, | ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, | ἄστεϊ καὶ τεκέεσσιν ἀμύνων νηλεὲς ἦμαρ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 588 (588-590)
Πηγές
επεξεργασία- νηλής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηλής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.