νηλεής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
«νηλεές ἦμαρ», η μέρα του θανάτου
ΕπίθετοΕπεξεργασία
νηλεής, αρσενικό ή θηλυκό ουδέτερο -ές δοτ. και αιτ. νηλέϊ, νηλέα
Επεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
αναφορέςΕπεξεργασία
«νηλειής Ἀίδης ἤρπασε Καλλίμαχον» Λουκιανού επιγράμματα «Παίδα πενταέτηρον»
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νηλεής