→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νηλής τὸ νηλές
      γενική τοῦ/τῆς νηλοῦς τοῦ νηλοῦς
      δοτική τῷ/τῇ νηλεῖ τῷ νηλεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν νηλ τὸ νηλές
     κλητική ! νηλές νηλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νηλεῖς τὰ νηλ
      γενική τῶν νηλῶν τῶν νηλῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς νηλέσ(ν) τοῖς νηλέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νηλεῖς τὰ νηλ
     κλητική ! νηλεῖς νηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηλεῖ τὼ νηλεῖ
      γεν-δοτ τοῖν νηλοῖν τοῖν νηλοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηλής < νη- στερητικό + ἔλεος

  Επίθετο

επεξεργασία

νηλής, -ής, -ές

  1. ανελέητος, σκληρός, άσπλαχνος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 42
    αἰεί γε δὴ νηλὴς σὺ καὶ θράσους πλέως.
    Πάντα σου εσύ σκληρός, πάντα κακία γιομάτος.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 11. Θρασυδαίῳ Θηβαίῳ παιδὶ σταδιεῖ, 23 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (11.23)
    νηλὴς γυνά.
    η άσπλαχνη γυναίκα.
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. (με παθητική σημασία) που δεν τον λυπάται κανείς

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία