Δείτε επίσης: έλεος, Ἔλεος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔλεος οἱ ἔλεοι
      γενική τοῦ ἐλέου τῶν ἐλέων
      δοτική τῷ ἐλέ τοῖς ἐλέοις
    αιτιατική τὸν ἔλεον τοὺς ἐλέους
     κλητική ! ἔλεε ἔλεοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλέω
γεν-δοτ τοῖν  ἐλέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔλεος < *ελε-Ϝ-ος ἐλελεῦ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *el- < (ηχομιμητική λέξη) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔλεος αρσενικό

  1. ευσπλαχνία, οίκτος
  2. αντικείμενο οίκτου και ευσπλαχνίας

Σημειώσεις επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔλεος τὰ ἐλέη
      γενική τοῦ ἐλέους
& ἐλέεος
τῶν ἐλεῶν
      δοτική τῷ ἐλέει τοῖς ἐλέεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔλεος τὰ ἐλέη
     κλητική ! ἔλεος ἐλέη
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλέει
γεν-δοτ τοῖν  ἐλεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Πηγές επεξεργασία