ἐλεήμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ἐλεημον- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐλεήμων | τὸ | ἐλεῆμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐλεήμονος | τοῦ | ἐλεήμονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐλεήμονῐ | τῷ | ἐλεήμονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐλεήμονᾰ | τὸ | ἐλεῆμον | ||
κλητική ὦ! | ἐλεῆμον | ἐλεῆμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐλεήμονες | τὰ | ἐλεήμονᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐλεημόνων | τῶν | ἐλεημόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐλεήμοσῐ(ν) | τοῖς | ἐλεήμοσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐλεήμονᾰς | τὰ | ἐλεήμονᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐλεήμονες | ἐλεήμονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλεήμονε | τὼ | ἐλεήμονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλεημόνοιν | τοῖν | ἐλεημόνοιν | ||
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐλεήμων, -ων, -ον
Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἔλεος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v «έλεος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐλεήμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλεήμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.