Δείτε επίσης: ελεήμων
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἐλεημον-
ονομαστική / ἐλεήμων τὸ ἐλεῆμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐλεήμονος τοῦ ἐλεήμονος
      δοτική τῷ/τῇ ἐλεήμον τῷ ἐλεήμον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐλεήμον τὸ ἐλεῆμον
     κλητική ! ἐλεῆμον ἐλεῆμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐλεήμονες τὰ ἐλεήμον
      γενική τῶν ἐλεημόνων τῶν ἐλεημόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐλεήμοσῐ(ν) τοῖς ἐλεήμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐλεήμονᾰς τὰ ἐλεήμον
     κλητική ! ἐλεήμονες ἐλεήμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλεήμονε τὼ ἐλεήμονε
      γεν-δοτ τοῖν ἐλεημόνοιν τοῖν ἐλεημόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλεήμων, ήδη ομηρικό < ἐλε(έω) + -ήμων [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐλεήμων, -ων, -ον

Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v «έλεος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.