επιούσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιούσιος < αρχαία ελληνική ἐπιούσιος[1] < ἐπιοῦσα, θηλυκό, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔπειμι < ἐπί + εἶμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈu.si.os/
Επίθετο επεξεργασία
επιούσιος, -ια, -ιο
- καθημερινός, που αντιστοιχεί στην κάθε ημέρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιούσιος αρσενικό
- τα απαραίτητα για την επιβίωση, τα προς το ζην
- αγωνίζεται για τον επιούσιο
Σημειώσεις επεξεργασία
- ↑ από τη φράση της κυριακής προσευχής «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον»