ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιούσιος ἐπιουσί τὸ ἐπιούσιον
      γενική τοῦ ἐπιουσίου τῆς ἐπιουσίᾱς τοῦ ἐπιουσίου
      δοτική τῷ ἐπιουσί τῇ ἐπιουσί τῷ ἐπιουσί
    αιτιατική τὸν ἐπιούσιον τὴν ἐπιουσίᾱν τὸ ἐπιούσιον
     κλητική ! ἐπιούσιε ἐπιουσί ἐπιούσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιούσιοι αἱ ἐπιούσιαι τὰ ἐπιούσι
      γενική τῶν ἐπιουσίων τῶν ἐπιουσίων τῶν ἐπιουσίων
      δοτική τοῖς ἐπιουσίοις ταῖς ἐπιουσίαις τοῖς ἐπιουσίοις
    αιτιατική τοὺς ἐπιουσίους τὰς ἐπιουσίᾱς τὰ ἐπιούσι
     κλητική ! ἐπιούσιοι ἐπιούσιαι ἐπιούσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιουσίω τὼ ἐπιουσί τὼ ἐπιουσίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιουσίοιν τοῖν ἐπιουσίαιν τοῖν ἐπιουσίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιούσιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπιοῦσα, θηλυκό, ἐπιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔπειμι < ἐπί + εἶμι

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπιούσιος, -α, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • που είναι αρκετός για την επόμενη μέρα

Εκφράσεις

επεξεργασία