αγανάκτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγανάκτηση | οι | αγανακτήσεις |
γενική | της | αγανάκτησης* | των | αγανακτήσεων |
αιτιατική | την | αγανάκτηση | τις | αγανακτήσεις |
κλητική | αγανάκτηση | αγανακτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγανακτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγανάκτηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγανάκτη(σις) + -ση. Δείτε και αγανάχτηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈna.kti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐νά‐κτη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγανάκτηση θηλυκό και αγανάχτηση
- μεγάλη δυσαρέσκεια, οργή, παραφορά, και ειδικά το συναίσθημα που νιώθει κάποιος που πιστεύει ότι έχει αδικηθεί με κάποιον τρόπο
- ↪ εκφράζω την αγανάκτησή μου
- ↪ προκαλώ την αγανάκτηση κάποιου
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- (νομικός όρος) η αγανάκτηση, σύμφωνα με υφιστάμενη σχετική νομοθεσία, φέρεται δικαιολογημένη σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης και εξύβρισης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγανάκτηση