↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Bock die Böcke
γενική des Bockes
Bocks
der Böcke
δοτική dem Bock
Bocke
den Böcken
αιτιατική den Bock die Böcke

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Bock (de) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) τράγος
  2. (καθομιλουμένη) (χωρίς πληθυντικό) όρεξη για κάτι, συμπάθεια για κάποιον ή κάτι
    Ich hab' keinen Bock, fernzusehen. - Δεν έχω όρεξη να δω τηλεόραση.
     συνώνυμα: Lust

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • den Bock zum Gärtner machen - βάζω τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα (κυριολεκτικά: κάνω τον τράγο κηπουρό)

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bock < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bock θηλυκό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bock < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bock αρσενικό ή θηλυκό

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [3]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Wallonie του Βελγίου



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bock < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bock αρσενικό ή θηλυκό

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [4]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Wallonie του Βελγίου



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bock < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bock αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [5]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bock < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bock αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [6]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bock < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bock αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [7]