Δείτε επίσης: τραγή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραγί τα τραγιά
      γενική του τραγιού των τραγιών
    αιτιατική το τραγί τα τραγιά
     κλητική τραγί τραγιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραγί < μεσαιωνική ελληνική τραγί(ν)[1] / τραγίον < αρχαία ελληνική τράγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραγί ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) νεαρός τράγος
  2. (μεταφορικά) κοντοκουρεμένος και άσχημα κουρεμένος άνθρωπος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τραγίον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)