τραγοπόδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραγοπόδης < αρχαία ελληνική τραγόπους < τράγος + πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραγοπόδης αρσενικό
- (κυριολεκτικά) κάποιος που έχει πόδια τράγου
- (μεταφορικά) γρουσούζης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραγοπόδης
|