τραγέλαφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραγέλαφος < αρχαία ελληνική τραγέλαφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραγέλαφος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- τραγέλαφος αρσενικό
- μυθικό ζώο
- (μεταφορικά) ανύπαρκτο ζώο, άνθρωπος ή αντικείμενο