Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃi.mɛʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chimère chimères

chimère (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία