Δείτε επίσης: έλαφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἔλαφος οἱ/αἱ ἔλαφοι
      γενική τοῦ/τῆς ἐλάφου τῶν ἐλάφων
      δοτική τῷ/τῇ ἐλάφ τοῖς/ταῖς ἐλάφοις
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔλαφον τοὺς/τὰς ἐλάφους
     κλητική ! ἔλαφε ἔλαφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλάφω
γεν-δοτ τοῖν  ἐλάφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔλαφος ήδη ομηρικό < πρωτοελληνική *éləpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éln̥bʰos < *h₁el- (ελάφι) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔλαφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) ελάφι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 192.2
    ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύῃ πάμπαν οὐκ ἔστι.
    ελάφια κι αγριογούρουνα δε βρίσκεις πουθενά στη Λιβύη.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (συνεκδοχικά) δειλός
  3. δέρμα ελαφιού
  4. ομοίωμα ελαφιού ως μέτρο βάρους
  5. (ελληνιστική σημασία , γαστρονομία) είδος γλυκού ή πίτας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ελάφι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.