Δείτε επίσης: ἔλαφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έλαφος οι έλαφοι
      γενική της ελάφου των ελάφων
    αιτιατική την έλαφο τις ελάφους
     κλητική έλαφε έλαφοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έλαφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔλαφος αρσενικό ή θηλυκό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.la.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐λα‐φος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έλαφος θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία