πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρωκτικό τα τρωκτικά
      γενική του τρωκτικού των τρωκτικών
    αιτιατική το τρωκτικό τα τρωκτικά
     κλητική τρωκτικό τρωκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρωκτικό ουδέτερο

  1. είδος θηλαστικού μικρόσωμου ζώου, που χαρακτηρίζεται από πολύ δυνατούς κοπτήρες που του χρησιμεύουν στο ροκάνισμα της τροφής
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που ροκανίζει τον ξένο πλούτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία