τρωκτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρωκτικό | τα | τρωκτικά |
γενική | του | τρωκτικού | των | τρωκτικών |
αιτιατική | το | τρωκτικό | τα | τρωκτικά |
κλητική | τρωκτικό | τρωκτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τρωκτικό < 1. (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρωκτικός (άπληστος, αδηφάγος), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρωκτικός
- 2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rongeur (στη σημασία είδος θηλαστικού ζώου)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρωκτικό ουδέτερο
- είδος θηλαστικού μικρόσωμου ζώου, που χαρακτηρίζεται από πολύ δυνατούς κοπτήρες που του χρησιμεύουν στο ροκάνισμα της τροφής
- (μεταφορικά) άνθρωπος που ροκανίζει τον ξένο πλούτο